χιλιάρχης

χιλιάρχης
ο командир отряда в тысячу человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χιλιάρχης" в других словарях:

  • χιλιάρχης — χῑλιάρχης , χιλιάρχης commander of a masc nom sg χῑλιάρχης , χιλιαρχέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιάρχης — ὁ, Α χιλίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χιλίαρχος, κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • χιλιάρχαι — χῑλιάρχαι , χιλιάρχης commander of a masc nom/voc pl χῑλιάρχᾱͅ , χιλιάρχης commander of a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιάρχας — χῑλιάρχᾱς , χιλιάρχης commander of a masc acc pl χῑλιάρχᾱς , χιλιάρχης commander of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chiliarchie — Chiliarque Le terme chiliarque (en grec ancien χιλιάρχης / khiliarkhês, de χίλιοι / khilioi, « mille » et de ἀρχή / arkhê, « le commandement », à l origine un commandement de mille hommes) désigne une fonction militaire et/ou… …   Wikipédia en Français

  • Chiliarque — Le terme chiliarque (en grec ancien χιλιάρχης / khiliarkhês, de χίλιοι / khilioi, « mille » et de ἀρχή / arkhê, « le commandement », à l origine un commandement de mille hommes) désigne une fonction militaire et/ou… …   Wikipédia en Français

  • Quiliarca — Saltar a navegación, búsqueda El término quiliarca (griego antiguo χιλιάρχης, khiliarkhês, del griego antiguo χίλιοι, khilioi, «mil» y de griego antiguo ἀρχή, arkhê, «el mando», (mando de mil hombres)) designaba una función militar y… …   Wikipedia Español

  • χιλιαρχικός — ή, όν, Α [χιλιάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χιλίαρχο …   Dictionary of Greek

  • χιλιαρχῶν — χῑλιαρχῶν , χιλιάρχης commander of a masc gen pl χῑλιαρχῶν , χιλιαρχέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιάρχην — χῑλιάρχην , χιλιάρχης commander of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιάρχου — χῑλιάρχου , χιλίαρχος captain over a thousand masc gen sg χῑλιάρχου , χιλιάρχης commander of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»